Αρχική Το σχολείο Μαθητές Καθηγητές Γονείς - Κηδεμόνες

Πληροφορίες  | Ιστορία| Μαθήματα | Προγράμματα | Δραστηριότητες | Συνδέσεις  

Πρόγραμμα ΕΠΕΑΕΚ

 

Οι μεταβυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης
Η θρησκευτική αρχιτεκτονική και τέχνη

Το 1430 μ.Χ η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Οι κατοπινοί αιώνες της είναι αγώνας επιβίωσης. Νησίδες ανάπτυξης και ελπίδας απομένουν τα μοναστήρια και οι εκκλησίες. Η δουλεία ευνοεί την ανάπτυξη μεγάλων μοναστικών κέντρων σε χώρους απομονωμένους, μακριά από τις πόλεις, όπως το Άγιον Όρος, τα Μετέωρα και πολλά άλλα μοναστήρια πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη σαν αυτό της Αγίας Αναστασίας ή της Ζάβορδας του οσίου Νικάνορα στην Κοζάνη της Δ. Μακεδονίας. Τα μοναστήρια με τα καθιερωμένα προνόμια από την οθωμανική εξουσία αφ’ ενός, αλλά και επειδή ζουν στο περιθώριο των μεγάλων κέντρων αφ’ ετέρου και δεν ενοχλούν τον κατακτητή, θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν λαμπρά δείγματα αρχιτεκτονικής, ναοδομίας, ζωγραφικής, ξυλογλυπτικής και μικροτεχνίας και σύντομα θα αποτελέσουν λαμπρές εστίες καλλιτεχνικής δραστηριότητας.

Από αυτά τα κέντρα μάλιστα η μεταβυζαντινή τέχνη θα απλωθεί και θα λάμψει στους γειτονικούς ορθόδοξους λαούς από τα Βαλκάνια ως τη Ρωσία και την Εγγύς Ανατολή. Αλλά και στην ύπαιθρο, και ιδίως την ορεινή χώρα, μακριά από τις μεγάλες πόλεις, η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική έχει να επιδείξει αξιόλογες για τα μέτρα της εποχής δημιουργίες. Η αρχιτεκτονική αυτή εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες, το δομικό υλικό- στην Ήπειρο π.χ και τη Μακεδονία κυριαρχεί ο λίθος-, την κατά τόπους μαστορική παράδοση και τους τεχνίτες. Οι μεγάλες βέβαια καλλιτεχνικές δημιουργίες της βυζαντινής εποχής ανακόπτονται, γιατί ούτε οι συνθήκες, ούτε ο κατακτητής τις επιτρέπει.

Η ναοδομία ωστόσο ακολουθεί τις παραδοσιακές γραμμές, αλλά με τις αποκλίσεις και τις προτιμήσεις σε ορισμένους τύπους που επιβάλλουν οι τοπικές συνθήκες. Κατά την περίοδο αυτή επικρατούν κυρίως μονόχωρες καμαροσκέπαστες ή ξυλόστεγες εκκλησίες, ή σε τόπους όπου υπάρχει παράδοση χτιστών, όπως η Ήπειρος, τρίκλιτες καμαροσκέπαστες ή ξυλόστεγες βασιλικές. Στα μοναστήρια συνδυάζεται ο σταυροειδής τύπος με τη βασιλική. Στο διάκοσμο τα κτίρια είναι γενικώς φτωχότερα από τα τζαμιά, έτσι επιβάλλει ο κατακτητής, με λίγο φωτισμό και λιτή εξωτερική διακόσμηση. Τέτοιες μεταβυζαντινές εκκλησίες, και κυρίως τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές χωρίς νάρθηκα, συναντούμε, όπως θα φανεί παρακάτω, στη Θεσσαλονίκη.

Από το 1700 περίπου και ύστερα αρχίζουν να επικρατούν καλύτερες συνθήκες για τους υπόδουλους χριστιανούς γενικά και από την εποχή αυτή και έπειτα έχουμε αύξηση των εκκλησιών που χτίζονται. Οι διεθνούς σημασίας συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699), Πασσάροβιτς (1718) και Κιουρτσούκ-Καϊναρτζή (1774) είχαν επίδραση ευνοϊκή στους όρους διαβίωσης των χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην πληθυσμιακή τους άνοδο και την οικονομική τους βελτίωση. Από τότε αρχίζουν να χτίζονται στην ύπαιθρο χώρα νέες εκκλησίες και τότε ευνοείται η τέχνη και στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του 18ου αιώνα.

Ήδη από το 16ο αιώνα οι περισσότεροι ναοί της Θεσσαλονίκης βρισκόταν στο ανατολικό μέρος της πόλης και κατά μήκος της Εγνατίας οδού , η οποία τότε ονομάζονταν «Φαρδύς Δρόμος». Γύρω απ’ αυτούς συγκεντρώνονταν η θρησκευτική και η κοινωνική ζωή των Χριστιανών σχεδόν ως τα τελευταία της δουλείας. Οι περιοχές γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο, τον Ιππόδρομο και την αψίδα του Γαλερίου, αποτελούσαν τις κύριες εστίες των ελληνικών συνοικιών, που ήταν ό,τι το Φανάρι για την Κωνσταντινούπολη. Μικροί όμως οι ναοί, κρυμμένοι πίσω από τα σπίτια και τα μικρομάγαζα, αποτελούσαν τους αψευδείς μάρτυρες των δύσκολων εκείνων καιρών.

Φαίνεται ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους μικρούς ναούς έχουν κτισθεί σε θέση παλαιότερων βυζαντινών ναών. Δώδεκα τέτοιοι ναοί της εποχής της Τουρκοκρατίας σώζονται έως σήμερα. Από αυτούς οι επτά σώζονται στις γενικές τους γραμμές ανέπαφοι μεν, αλλά βέβαια με τις τροποποιήσεις που είχαν επιφέρει οι ανιστορήσεις του περασμένου αιώνα, οι εξής: Άγιος Αθανάσιος, Παναγούδα ή Γοργοεπίκοος, της Υπαπαντής του Σωτήρος, η Λαγουδιανή, η Νέα Παναγία (Παναγία η Τρανή), ο Άγιος Αντώνιος και ο Άγιος Μηνάς. Οι υπόλοιποι πέντε Άγιος Κωνσταντίνος στην πλατεία Ιπποδρομίου, Παναγία Δεξιά (Άγιος Υπάτιος τότε), Αγία Θεοδώρα, Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Άγιος Δημήτριος τότε) και Άγιος Νικόλαος στην πλατεία της Αρχαίας Αγοράς έχουν κατεδαφιστεί και ξαναχτιστεί μετά το 1950. Γύρω λοιπόν από αυτούς τους ναούς συγκεντρώνονταν οι ομώνυμες λαϊκές συνοικίες του Αγίου Αθανασίου, της Παναγούδας, της Υπαπαντής της Παναγίας Δεξιάς, του Αγίου Αντωνίου και του Αγίου Κωνσταντίνου. Μεμονωμένες συνοικίες με κέντρο τους ναούς τους αποτελούσαν οι ενορίες της Νέας Παναγίας και του Αγίου Δημητρίου- σημερινού Γρηγορίου του Παλαμά-, της Αγίας Θεοδώρας και του Αγίου Μηνά. Στην αραιοκατοικημένη πάνω ανατολική πόλη βρισκόταν οι φτωχές συνοικίες του Αγίου Νικολάου του Ορφανού και της Λαοδηγήτριας ή Λαγουδιανής και ψηλά στα τείχη η μονή των Βλατάδων. Ο πλουσιότερος ελληνικός πληθυσμός ζούσε, ανάμεσα σε τουρκοσυνοικίες, στη σημερινή πλατεία της Αρχαίας Αγοράς, όπου και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, η οποία κάηκε κατά την πυρκαγιά του 1890 και στη θέση της υψώθηκε πριν από λίγες δεκαετίες ο νέος ναός. Μια οικοδομική δραστηριότητα αρχίζει στη Θεσσαλονίκη γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν το ελληνικό στοιχείο της πόλης γνώρισε οικονομική και πνευματική άνθηση. Επτά τουλάχιστον από τις παραπάνω εκκλησίες επισκευάστηκαν ή ανακαινίστηκαν στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα. Ανακαινίστηκε η Λαγουδιανή το 1802, ο Άγιος Μηνάς το 1806,που είχε καεί και αποκατασταθεί άλλες φορές, η μεγάλη Παναγία στα 1818 καθώς και ο Άγιος Αθανάσιος. Βελτιώσεις υπέστησαν και οι άλλες εκκλησίες.

Αυτοί οι μεταβυζαντινοί ναοί αποτελούν πολύτιμα ιστορικά μνημεία της Τουρκοκρατίας, γιατί οι μεγάλοι ιστορικοί βυζαντινοί λαοί είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Η αρχιτεκτονική τους ενότητα τους δίνει τη δική τους ξεχωριστή φυσιογνωμία. Ανήκουν στο ρυθμό της ξυλόστεγης βασιλικής, ο οποίος επικράτησε στον ελληνικό χώρο στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα. Στο 18ο αιώνα παρατηρείται σε πανελλήνια σχεδόν κλίμακα η εξάπλωση της μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής. Στη Θεσσαλονίκη ωστόσο επικρατούν οι μικρές ξυλόστεγες βασιλικές. Τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά τους χαρακτηριστικά είναι ότι δεν έχουν νάρθηκα, ούτε εξωτερική στοά σε σχήμα Π ή Γ, που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεταβυζαντινών ναών. Έχουν όμως προναό ή πρόστωο στη δυτική πλευρά του ναού και γυναικωνίτη. Ορισμένες επίσης ξεχωριστές λεπτομέρειες παρατηρούνται στην εξωτερική όψη των ναών· δηλαδή στην τοιχοδομία έχουμε αργολιθοδομή με παρεμβαλλόμενες ξυλοδεσιές- ζωνάρια- και παχύ στρώμα κονιάματος που αφήνει εμφανές μικρό μέρος της πέτρας. Σπάνια εμφανίζεται ο λαξευτός λίθος με εναλλασσόμενες σειρές πλίνθων, όπως ο Άγιος Αθανάσιος και η Νέα Παναγία.

Η ξυλογλυπτική: Η σπουδαιότητα όμως των ναών αυτών δεν βρίσκεται στην ταπεινή εξωτερική τους κατασκευή, η οποία σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο δεν έπρεπε να είναι σπουδαιότερη των τζαμιών, αλλά στον εσωτερικό τους διάκοσμο. Γι’ αυτό το διάκοσμο είχαν την ευχέρεια να επιστρατεύσουν όλες τις καλλιτεχνικές τους ικανότητες οι τεχνίτες, και κυρίως στον ξυλόγλυπτο, ο οποίος έδινε μια ξεχωριστή υποβλητική και κατανυκτική ατμόσφαιρα στο εσωτερικό των ναών. Ο διάκοσμος αυτός αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των μεταβυζαντινών ναών. Είναι καταπληκτικά τα τέμπλα της μακεδονικής τέχνης που σώζονται σε ορισμένα μοναστήρια και ναούς της Μακεδονίας. Η ξυλογλυπτική διακόσμηση στον Ελλαδικό χώρο από τον 16ο-19ο αιώνα μας έχει δώσει δείγματα υψηλής τέχνης στη σκευή των ναών, όπως είναι τα εικονοστάσια, οι δεσποτικοί θρόνοι, οι άμβωνες, τα αναλόγια, ορισμένα στασίδια και άλλα εκκλησιαστικά έπιπλα.

Τα ζωγραφιστά τέμπλα: Εκτός από τα ξυλόγλυπτα τέμπλα συναντώνται και τα ζωγραφιστά. Πρόκειται για μια ξεχωριστή κατηγορία τέχνης, που συνδυάζει την ανατολική και τη δυτική καλαισθησία. Μια τέτοια ξεχωριστή κατηγορία τέχνης, που δείχνει δυτικές επιρροές αφομοιωμένες στο εγχώριο ύφος, είναι τα εικονοστάσια της Υπαπαντής, το παλαιό του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Νικολάου, τα οποία δεν είναι ξυλόγλυπτα αλλά ζωγραφιστά. Στα επάνω από τις εικόνες των τέμπλων αυτών διαζώματα οι καλλιτέχνες συνέθεσαν θέματα με άνθη, τοπία, λίμνες, ποτάμια και όψεις από πόλεις της δυτικής Ευρώπης ή την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μια τέχνη που τον 18ο αιώνα την συναντούμε σε Τράπεζες μοναστηριών και στα αρχονταρίκια τους, όπως και στα κοσμικά αρχοντικά του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα της Καστοριάς και της Σιάτιστας.

Οι ξυλοπαγείς οροφές: Άλλο ιδιαίτερο γνώρισμα αυτών των ξυλόστεγων βασιλικού ρυθμού είναι οι ξυλοπαγείς οροφές τους, διακοσμημένες, όπως και τα αρχοντικά σπίτια της εποχής, με ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, τα οποία σχηματίζουν οι καταλλήλως προσαρμοσμένες πάνω στις σανίδες της οροφής και με μαστοριά και καλαισθησία δεμένες μεταξύ τους προεξέχουσες λεπτές πήχες. Στο κέντρο της οροφής, όπου δεν υπάρχει τρούλος, σχηματίζεται με ξυλόγλυπτη επένδυση ο μεγάλος ομφαλός, που τονίζεται με σκαλίσματα και διάφορα κοσμήματα ή αν’ αυτού ένας στρογγυλός ή πολυγωνικός ψευδοτρούλλος.

Η ζωγραφική δεν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στη Θεσσαλονίκη αυτή την εποχή, όπου οι συνθήκες δεν ευνοούσαν την ανάπτυξή της. Ελάχιστα δείγματα ζωγραφικού διάκοσμου σώζονται στη Νέα Παναγία. Πρόκειται για τοιχογραφίες που βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του ναού και έχουν σχέση με τη ζωγραφική του 18ου αιώνα που καλλιεργείται στο Άγιον Όρος. Καλλιεργείται κυρίως στο Άγιον Όρος με μια συνειδητή επιστροφή στα πρότυπα της παλαιολόγιας εποχής, που είχε ως πρότυπο τη ζωγραφική του Μανουήλ Πανσέληνου από τη Θεσσαλονίκη. Ενδιαφέρον ωστόσο προκαλούν οι μεγάλου αριθμού φορητές εικόνες της εποχής σε παχύ ξύλο, που προορίζονταν για τα εικονοστάσια των εκκλησιών και για τα σπίτια. Αν και δεν έχουν ακόμα μελετηθεί πλήρως, ωστόσο συμπεραίνεται ότι μια κατηγορία των φορητών αυτών εικόνων της Θεσσαλονίκης ανήκει, μαζί με εκείνες του Αγίου Όρους, στα καλύτερα δείγματα φορητών εικόνων της εποχής. Οι εικόνες αυτές διακρίνονται για την έντονη διάπλαση των χαρακτηριστικών του προσώπου, για τον ζωηρό διάκοσμο των ενδυμάτων και των γύρω επίπλων, και για τη μαστορική ακρίβεια στα εμπίεστα και στατικά κοσμήματα των χρυσών φωτοστέφανων.

Οι εκκλησίες της Θεσσαλονίκης του 18ου-19ου αιώνα λοιπόν παρακολουθούν, τηρουμένων των αναλογιών, την παράδοση του ελλαδικού χώρου και την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη του χώρου. Κοντά στους μεγάλους ιστορικούς βυζαντινούς ναούς, που αποδόθηκαν πάλι μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους στη Χριστιανική λατρεία, αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά μιας εποχής και παράλληλα επηρεάζουν τις λατρευτικές ανάγκες των ενοριών.

 

Ο ναός του Αγίου Αθανασίου

Το ιστορικό πλαίσιο: Ο ναός του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται στη διασταύρωση τω οδών Εγνατία και Σωκράτους, αλλά σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτές. Η Εγνατία οδός επί Τουρκοκρατίας ονομάζονταν «Φαρδύς Δρόμος» και κατά μήκος του βρισκόταν από το 16ο αιώνα οι περισσότεροι ναοί της Θεσσαλονίκης. Γύρω απ’ αυτούς τους ναούς συγκεντρώνονταν η θρησκευτική και η κοινωνική ζωή των Χριστιανών σχεδόν ως τα τελευταία της δουλείας. Η περιοχή γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο αποτελεί μαζί με αυτές του Ιπποδρομίου και της αψίδας του Γαλερίου, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος, ό,τι το Φανάρι για την Κωνσταντινούπολη.

Ο ναός του Αγίου Αθανασίου δεν είναι εξακριβωμένο, αν βρίσκεται στη θέση του ομώνυμου ναού της πόλης, που είναι γνωστός από τις πηγές του 14ου αιώνα. Για την κυριότητα του ναού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ξέσπασαν αρκετές διαμάχες ανάμεσα στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τη μονή Βλατάδων. Ο Άγιος Αθανάσιος, κτήμα της μονής Βατοπαιδίου, αγοράστηκε από το μητροπολίτη Βέροιας Θεοφάνη Μαλάκη και αφιερώθηκε στη μονή Βλατάδων (1569) ως το μετόχι της. Η φιλονικία συνεχίστηκε σε όλο το δεύτερο μισό του 17ου και ολόκληρο το 18ο αιώνα ως την καταστροφή του ναού από πυρκαγιά στα 1817. Οι Τούρκοι επέτρεψαν την επισκευή του ναού. Ο Άγιος Αθανάσιος αφού επισκευάστηκε μετά την ανακαίνισή του στα 1818, ο ναός έγινε ενοριακός. Η ενορία του Αγίου Αθανασίου ήταν από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες ελληνικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το γεγονός ότι η ανακαίνιση του ναού έγινε μέσα σε ένα μόνο χρόνο, το 1818, δείχνει ότι  πολλοί ενορίτες της ήταν πλούσιοι. Ξέρουμε ότι λίγα χρόνια νωρίτερα, στα 1792, γεννήθηκε στην ενορία του Αγίου Αθανασίου ο μεγάλος ευεργέτης της Θεσσαλονίκης, ο Ν. Παπάφης. Άλλες αποδείξεις για τη μεγάλη ενορία ήταν: α) ότι ως το 1845 υπήρχε στην ελληνική συνοικία του Αγίου Αθανασίου το «Ελληνικόν Σχολείον», το οποίο είχε αρχίσει να οργανώνεται ήδη από το 1835 με την εισαγωγή των νέων διδακτικών μεθόδων της αλληλοδιδακτικής και λειτουργούσε ως αλληλοδιδασκαλείο. Το 1850 το αλληλοδιδασκαλείο αρχίζει να λειτουργεί ως «Ελληνική Σχολή». Αργότερα η σχολή θα ολοκληρωθεί και θα γίνει Γυμνάσιο και β) ότι, όταν το 1874 η Θεσσαλονίκη είχε δύο νηπιαγωγεία, το ένα απ’ αυτά με 124 νήπια ανήκει στην ενορία του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός μετά το 1912 ως το 1960 έγινε παρεκκλήσι της Αχειροποίητου. Το παρεκκλήσι του Αγίου Αθανασίου, που είναι σήμερα αφιερωμένο στον Άγιο Νεκτάριο, τότε λειτουργούσε κι αυτό. Μια τελευταία συντήρησε του ναού έγινε το 1967.

Ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά:Ο ναός του Αγίου Αθανασίου είναι πολύτιμο ιστορικό στοιχείο. Ο ναός διατηρεί σήμερα, παρά τις μεταγενέστερες επεμβάσεις, τη μορφή του 1818. Ως προς το ρυθμό είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική χωρίς νάρθηκα, ούτε εξωτερική στοά σε σχήμα Π ή Γ, που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεταβυζαντινών ναών. Έχει όμως προναό ή πρόστωο στη δυτική πλευρά του ναού, που τώρα τελευταία κλείστηκε με τζαμαρία, για να βγουν τα κεριά από το ναό. Στην τοιχοδομία του ναού παρατηρείται εξωτερικά μικτό σύστημα: η δυτική πλευρά είναι κτισμένη με λαξευτούς λίθους που εναλλάσσονται με πλίθους ενώ η βόρεια και η νότια με ακανόνιστους λίθους με παρεμβολή ξυλοδεσιών. Ένα συνεχές δίχτυ ανάγλυφων ταινιών κονιάματος καλύπτει τους αρμούς, προσδίδοντας ταυτόχρονα στις εξωτερικές επιφάνειες λειτουργικότητα ζωγραφικής, που διασπάται από τα ανοίγματα: πόρτες, παράθυρα με σιδεριές. Ο ναός έχει λίγο φωτισμό και λιτή εξωτερική διακόσμησης, αφού έτσι επέβαλε ο κατακτητής στα χρόνια της δουλείας. Οι τοίχοι του μνημείου στρέφονται από διπλή οδοντωτή ταινία.

Εσωτερικά η τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική έχει γυναικωνίτη, με μορφή εσωτερικού εξώστη, που είναι στηριγμένος σε προβόλους και περιτρέχει το ναό σε σχήμα Π. Αυτού του είδους ο γυναικωνίτης διαφέρει από άλλες εκκλησίες. Η στέγη είναι ξύλινη. Η οροφή είναι διακοσμημένη με ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, τα οποία σχηματίζουν οι καταλλήλως προσαρμοσμένες προεξέχουσες λεπτές πήχες πάνω στις σανίδες της οροφής. Βέβαια οι πήχες είναι δεμένες με μαστοριά και καλαισθησία. Στο κέντρο της οροφής, όπου δεν υπάρχει τρούλος, σχηματίζεται με ξυλόγλυπτη επένδυση ο μεγάλος ομφαλός, που τονίζεται με σκαλίσματα και διάφορα κοσμήματα.

Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού υπάρχει ένας χωριστός μακρόστενος χώρος, το λεγόμενο μακρυναρίκι, όπως το συναντούμε μόνο στα μοναστήρια. Κατά την επισκευή αυτού του χώρου, κάτω από το δάπεδο, βρέθηκαν τα οστά ανθρώπων, που πέθαναν ίσως την εποχή της δουλείας από βίαιες πράξεις των κατακτητών. Σήμερα στο μακρυναρίκι φυλάσσεται η εικόνα της Νεομάρτυρος Αγίας Κυράνας από την Όσσα των Γρεβενών. Το μακρυναρίκι το γεμίζουν ακόμα οι πιστοί με ευλάβεια κατά τις ακολουθίες της εκκλησίας.

Στον κυρίως ναό υπήρχε το παλαιό ζωγραφιστό τέμπλο, που ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγορία τέχνης, η οποία συνδυάζει την ανατολική και δυτική καλαισθησία. Σήμερα έχει αφαιρεθεί από το ναό και υπάρχει στη θέση του ένα νέο ξυλόγλυπτο. Αυτό το ζωγραφιστό τέμπλο βρίσκεται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο. Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να το δει κανείς ούτε να το φωτογραφήσει, γιατί συντηρείται στα εργαστήρια του Βυζαντινού Μουσείου για να εκτεθεί κάποια στιγμή στο κοινό.

Ακόμη σώζονται από τους προηγούμενους αιώνες τρία σημαντικά στοιχεία: α) ο Άμβωνας β) ο Δεσποτικός Θρόνος και γ) το προσκυνητάρι. Όλα αυτά σήμερα επιβλέπονται και συντηρούνται από την αρχαιολογική υπηρεσία και μάλιστα από το τμήμα της των νεότερων μνημείων.

Στο καινούριο ξυλόγλυπτο τέμπλο, που αντικατέστησε το παλαιό ζωγραφιστό τέμπλο, έχουν προσαρμοστεί οι παλιότερες εικόνες του 18ου και 19ου αιώνα. Ιδιαίτερο σύνολο αποτελούν οι εικόνες του εργαστηρίου της Κουλακιάς από την πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα.

Παρατηρούμε στο τέμπλο δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του Αγίου Αθανασίου: είναι του 16ου αιώνα. Οι υπόλοιπες είναι του 18ου αιώνα. Δίπλα στην εικόνα του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται η εικόνα των Τριών Ιεραρχών και φέρει επάνω της τη χρονολογία της δημιουργίας της 1796. Από την άλλη πλευρά του τέμπλου υπάρχει η εικόνα του Αγίου Ελευθερίου και στην ίδια εικόνα εκτός από το πρόσωπο του Αγίου είναι γύρω-γύρω ζωγραφισμένο το μαρτύριό του. Αυτή είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις εικόνων. Ακόμη στο παλαιό προσκυνητάρι τοποθετήθηκε μια σύγχρονη εικόνα του Αγίου Αρσενίου.

Εκείνο που ενοχλεί σήμερα τον επισκέπτη του ναού είναι ότι το μνημείο εξωτερικά δεν αναπνέει, επειδή έχει κλειστεί ολόγυρα από πανύψηλες πολυκατοικίες. Φαίνεται ότι οι πρόγονοί μας είχαν καλύτερη αισθητική αντίληψη του χώρου ακόμη και σε δύσκολους καιρούς δουλείας, σε αντίθεση με τους σύγχρονους μας Έλληνες.

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

Κατηφορίζοντας από την Αγία Σοφία προς το σημερινό μητροπολιτικό ναό συναντούμε στην οδό Τσιμισκή ένα σύγχρονο παρεκκλήσιο της Παναγίας της Ελεούσας που είναι κτισμένη πάνω σε μια βυζαντινή κινστέρνα.

Ο σημερινός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στη διασταύρωση των οδών Μητροπόλεως και Αγίας Σοφίας, κτίστηκε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1890 που κατάστρεψε ένα μεγάλο τμήμα της παραθαλάσσιας ζώνης της πόλης και το ναό του Αγίου Δημητρίου στην ίδια θέση, ο οποίος υπήρξε κατά την Τουρκοκρατία η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, μετά την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί στα 1523-24. Το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο ανήκει, περιλάμβανε αρχικά, εκτός από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, τη μητροπολιτική κατοικία και την οικία των ιερέων που έχουν κατεδαφιστεί. Όλο το συγκρότημα, αλλά ιδιαίτερα το Ελληνικό προξενείο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Μακεδονικό αγώνα διότι αποτελούσε το επιτελικό κέντρο του.

Ο μητροπολιτικός ναός κτίστηκε σε σχέδια του Ε. Τσίλλερτροποποιημένα στη συνέχεια από τον αρχιτέκτονα Ξ. Παιονίδη, που είχε την ευθύνη της εκτέλεσης του έργου. Η ανοικοδόμηση του ναού άρχισε τον Αύγουστο του 1891 μετά από ενέργειες του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Σωφρονίου. Ο ιερός ναός, όταν άρχισε να ανοικοδομείται το 1891, προοριζόταν να πάρει το όνομα του Αγίου Δημητρίου, γιατί οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το ναό του Αγίου Δημητρίου και έτσι οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να τιμούν τον άγιό τους και να ασκούν σ’αυτόν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Όταν το 1912, με τη χάρη και τη βοήθεια του Αγίου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη αποτίναξε το ζυγό της τουρκικής δουλείας, η βασιλική του Αγίου Δημητρίου αποδόθηκε στην χριστιανική λατρεία. Τότε, όταν ολοκληρώθηκε ο μητροπολιτικός ναός που κτίζονταν με σχέδια του Τσίλλερ, αφιερώθηκε το 1914 στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού έχει πρότυπο τον βυζαντινό οκταγωνικό τύπο με μορφολογικά στοιχεία νεορωμανικά και νεοκλασικά, σύμφωνα με το ρεύμα του εκλεκτικισμού που επηρέασε την αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο κυρίως ναός έχει σχήμα εγγεγραμμένου ισοσκελούς σταυρού, με επιμήκεις την ανατολική και τη δυτική κεραία και τέσσερα κωδωνοστάσια στις εσωτερικές γωνίες του σταυρού. Η αρχική αγιογράφηση του ναού έγινε από τον κωνσταντινοπολίτη ζωγράφο Νικόλαο Κεσσανλή.

Κατά τη διάρκεια των επισκευών του ναού από τους σεισμούς του 1978 αποκαλύφθηκε κάτω από το Ιερό Βήμα ένας υπόγειος χώρος 3,50 μέτρων με τρία διαμερίσματα που πρέπει να κατασκευάστηκε το 1891. Ορισμένα τμήματά του είναι αρχαιότερα και φαίνεται ότι ανήκαν σε θολωτή κατασκευή, κάτω από την πρόθεση του παλαιού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου. Η κρύπτη αυτή μπορεί να ονομασθεί «κολυμβήθρα της ελευθερίας», γιατί διαδραμάτισε σπουδαίο εθνικοθρησκευτικό ρόλο για την κατάκτηση της ελευθερίας της Μακεδονίας.

Ναός Λαγουδιανής ή Λαοδηγήτριας ή της Θεοτόκου Ζωοδόχου Πηγής

Κατευθυνόμενος κανείς προς τη βυζαντινή κινστέρνα της οδού Ολυμπιάδος και Ιουλιανού συναντά την εκκλησία της Λαγουδιανής ή Λαοδηγήτριας, αφιερωμένη στη Θεοτόκο Ζωοδόχο Πηγή. Η εκκλησία ανακαινίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα με δαπάνες του έμπορα Κωνστάντζογλου και κατέλαβε τη θέση παλαιότερου καθολικού γυναικείας μονής. Η μονή αυτή υπήρξε μετόχι της Μονής Βλατάδων και από έγγραφα της τελευταίας προκύπτει ότι πιθανότατα ιδρύθηκε το 14ο αιώνα. Η επωνυμία της οφείλεται στον κτήτορά της Λαγουδιάτη ή Λαγουδάτη. Κατά την Τουρκοκρατία ονομάζονταν μοναστήρι του λαγού και η επωνυμία αυτή σχετίζεται με την παράδοση σύμφωνα με την οποία η απόκρυψη ενός λαγού εδώ, έγινε αιτία της ανεύρεσης της εικόνας της Παναγίας και του αγιάσματος που υπάρχει έως σήμερα και στο οποίο οφείλεται η αφιέρωση του ναού στη Ζωοδόχο Πηγή. Το αγίασμα βρίσκεται στο παρεκκλήσιο που προσκολλάται στη νότια πλευρά του ναού. Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη, ο οποίος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στη Μακεδονία και αποτελεί σχεδόν τον κανόνα της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής των εκκλησιών της Θεσσαλονίκης.

Ο Ναός της Υπαπαντής

Από τα αμέτρητα μνημεία της Θεσσαλονίκης εμείς σήμερα σας παρουσιάζουμε το ναό της Υπαπαντής του Χριστού. Είμαστε 6 παιδιά της δευτέρας Γυμνασίου. Σε επίσκεψή μας στον ναό ο ιερέας της ενορίας μας έδωσε τις παρακάτω πληροφορίες:

Το 1543 χτίστηκε, στο μέρος όπου είναι σήμερα ο ναός της Υπαπαντής, ένα παρεκκλήσι, από τον Άγιο Θεωνά, ο οποίος ήταν ηγούμενος της Μονής της Αγίας Αναστασίας. Το παρεκκλήσι αυτό ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Ιωήλ, ο οποίος ήταν μετόχι της Αγίας Αναστασίας.

Το 1840, πριν ακόμα από την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους, χτίστηκε ο ναός της Υπαπαντής, με τη μορφή που έχει σήμερα. Έξω από το ναό, βρίσκεται μια πλάκα που αναφέρει το έτος που χτίστηκε ο ναός.

Το 1843, κατασκευάστηκε το ζωγραφιστό τέμπλο του ναού, τεμάχιο-τεμάχιο. 100 χρόνια αργότερα, το 1943, κατασκευάστηκαν οι 5 μεγαλύτερες εικόνες του ναού. Οι 4 βρίσκονται κοντά στο τέμπλο, 2 από κάθε μεριά του ναού, και μία μέσα στο Ιερό. Οι εικόνες αυτές, επειδή είναι οι παλαιότερες, εκτός από τις εικόνες του τέμπλου, έχουν μαυρίσει από τα κεριά και, τους καπνούς. Όλα τα υπόλοιπα είναι προσθήκες νεότερων χρόνων, όταν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, οι ιερείς και οι υπεύθυνοι του ναού, μπορούσαν να εργαστούν με περισσότερη ελευθερία.

Την 21η Μαρτίου του 1544, οι Τούρκοι έκαψαν ζωντανό, τον Άγιο Νεομάρτυρα Μιχαήλ από τη Γρανίτσα της Ευρυτανίας. Εικόνα του βρίσκεται δίπλα στο τέμπλο, στην δεξιά πλευρά του ναού. Στο σημείο όπου τον έκαψαν, χτίστηκε πρόσφατα ένα παρεκκλήσι  αφιερωμένο από την Παρασκευή και Μαρία Παυλίδου. Το παρεκκλήσι αυτό βρίσκεται έξω από τον ναό.

Στο εξωτερικό τοίχο του παρεκκλησιού υπάρχει μία πλάκα που γράφει: "Εις τον ιερόν τούτον χώρον εμαρτύρησεν δια πυρός ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρούδης ο εκ Γρανίτσης Ευρυτανίας την 21ηΜαρτίου 1544. Η μνήμη του την πέμπτην της διακαινησίμου". Στο εσωτερικό του παρεκκλησιού βρίσκεται μία εικόνα που απεικονίζει τη σκηνή του μαρτυρίου.

Η Υπαπαντή είναι Δεσποτική γιορτή της ορθόδοξης Ανατολικής εκκλησίας. Καθιερώθηκε το 541 από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και γιορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου σε ανάμνηση της "Υπαπαντής", δηλαδή της υποδοχής, της προϋπάντησης του Χριστού από τον ιερέα Συμεών στο ναό.

Το γεγονός αυτό έγινε 40 ημέρες μετά από τη γέννηση του Ιησού, οπότε η Θεοτόκος οδήγησε το θείο Βρέφος στο ναό. Όταν το αντίκρισε ο γέρος ιερέας, αναφώνησε το  γνωστό: "Νυν απολύοις τον δούλο σου Δέσποτα ".

Ο ναός αυτός βρίσκεται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στην Εγνατία οδό κοντά στην πλατεία σιντριβανιού και απέναντι από την εκκλησία της Παναγίας Δέξιας. Είναι ναός σε λειτουργία, έχει τη δική του ενορία. Είναι τρίκλητη βασιλική. Εξωτερικά είναι λιτός σε αντίθεση με τον εσωτερικό χώρο ο οποίος προκαλεί τον ενθουσιασμό και το δέος σε όποιον τον επισκεφτεί. Μέσα στο ναό ξεχωρίζει το ζωγραφιστό τέμπλο, και ιδιαίτερα το βημόθυρο που απεικονίζει παράσταση του Ευαγγελισμού. 

Υπεύθυνοι καθηγητές: Βαρβούτα Αν., Μεταλλείδου Π., Τσολακίδης Δ.

Στην περιβαλλοντική ομάδα συμμετείχαν οι μαθητές:

Αλιώζη Σοφία, Βλαχοπούλου Αγγελική, Γρηγορίου Αλεξάνδρα, Ινεπολόγλου Αγγελική, Χάιμ Κρίστιαν, Χατζηνικολάκης Φίλιππος, Χαλκιά Νατάσσα, Χαρπίδου Δήμητρα, Μοσχίδης Αλέξανδρος, Τασούλη Αλεξάνδρα, Τακίδου Ελευθερία

 
πίσω